δηλέομαι

δηλέομαι
(I)
δηλέομαι και δαλέομαι (Α)
1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ.
β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» — σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.)
2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ' ἐν φθίη... καρπὸν ἐδηλήσαντ'«, Ιλ.)
3. είμαι επιβλαβής, βλαβερός («ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται», Ιλ.)
4. κλέβω, αρπάζω
5. φρ. «ὅρκια δηλήσασθαι» — παραβιάζω συνθήκη ή συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν υποτεθεί ως αρχική η σημασία «ξεσχίζω, κομματιάζω», η λ. ανάγεται σε ρίζα *del- (πρβλ. δαιδάλλω, δέλτος) και συνδέεται με λατ. dolō, dolāre. Αυτή όμως η ετυμολογία προϋποθέτει αρχικό ē (εκτεταμένη βαθμίδα τού ě) και οι τύποι με θ. δᾱλ- στον Θεόκριτο αποτελούν επομένως υπερδωρισμούς.
ΠΑΡ. δηλητήριο (ν)
αρχ.
δηλήεις, δήλημα, δηλήμων, δήλησις
αρχ.-μσν.
δηλητήρ].
————————
(II)
δηλέομαι (Α)
(μόνο στον παθ. μέλλ.) δηληθήσονται
θεωρηθήσονται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεδηλημένα — δηλέομαι hurt perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδηλημένᾱ , δηλέομαι hurt perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδηλημένᾱ , δηλέομαι hurt perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδηλημένον — δηλέομαι hurt perf part mp masc acc sg δηλέομαι hurt perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδηλημένων — δηλέομαι hurt perf part mp fem gen pl δηλέομαι hurt perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλεῖτο — δηλέομαι hurt pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δηλέομαι hurt imperf ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλουμένων — δηλέομαι hurt pres part mp fem gen pl (attic epic doric) δηλέομαι hurt pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) δηλόω make visible pres part mp fem gen pl δηλόω make visible pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλούμενον — δηλέομαι hurt pres part mp masc acc sg (attic epic doric) δηλέομαι hurt pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) δηλόω make visible pres part mp masc acc sg δηλόω make visible pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήσεαι — δηλέομαι hurt aor subj mp 2nd sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήσεται — δηλέομαι hurt aor subj mp 3rd sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήσομαι — δηλέομαι hurt aor subj mp 1st sg (epic) δηλέομαι hurt fut ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδηλῆσθαι — δηλέομαι hurt perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”